Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμοχθί — ἀμοχθεί without toil indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοχθεί — ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) [ἄμοχθος] δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα … Dictionary of Greek